- Εἰλειθυία
- Εἰλειθυίᾱ , Εἰλείθυιαshe that comesfem nom/voc/acc dual
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Εἰλειθυίᾳ — Εἰλειθυίᾱͅ , Εἰλείθυια she that comes fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Εἰλείθυια — she that comes fem nom/voc sg Εἰλείθυιον temple of Ilithyia neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ειλείθυια — I Θεότητα που την επικαλούνταν ως προστάτιδα του τοκετού και τη συσχέτιζαν άλλοτε με την Ήρα και άλλοτε με την Άρτεμη. Στην Ιλιάδα, η Ε. είναι προσωποποίηση των ωδίνων του τοκετού, κόρη της Ήρας, η οποία τις αποστέλλει ή τις εμποδίζει. Οι… … Dictionary of Greek
Εἰλειθυίας — Εἰλειθυίᾱς , Εἰλείθυια she that comes fem acc pl Εἰλειθυίᾱς , Εἰλείθυια she that comes fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Илифия — (Είλείθυια) В греческой мифологии появляется то как спасительная, то как враждебная сила при рождении; иногда И. простой атрибут Геры или Артемиды, иногда самостоятельное существо. И., по видимому, почиталась и в египте, где был город того же… … Энциклопедический словарь Ф.А. Брокгауза и И.А. Ефрона
Εἰλειθυιῶν — Εἰλείθυια she that comes fem gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Εἰλειθυίαις — Εἰλείθυια she that comes fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Εἰλειθυίης — Εἰλείθυια she that comes fem gen sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Εἰλειθυίῃ — Εἰλείθυια she that comes fem dat sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Εἰλείθυιαι — Εἰλείθυια she that comes fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)